481 total views
Γιατρέ, η διαταραχή της διάθεσής μου οφείλεται σε χημική ανισορροπία του εγκεφάλου;
Από τον Ronald Pies, M.D. (licensed from psychcentral.com)
Αγαπητή κα,
Με ρωτήσατε για την αιτία της διαταραχής της διάθεσής σας, και πιο συγκεκριμένα αν οφείλεται σε «χημική ανισορροπία του εγκεφάλου». Η μόνη ειλικρινής απάντηση που μπορώ να σας δώσω είναι ότι Δεν Ξέρω. Αλλά θα προσπαθήσω να σας εξηγήσω τι γνωρίζουν και τι δεν γνωρίζουν οι ψυχίατροι σχετικά με τις αιτίες της λεγόμενης Ψυχικής Νόσου, και γιατί ο όρος «χημική ανισορροπία» είναι απλοϊκός και παραπλανητικός.
Παρεμπιπτόντως, δεν μου αρέσει ο όρος «ψυχική νόσος», γιατί δίνει το νόημα ότι υπάρχει μια τεράστια διάκριση μεταξύ σώματος και νου· και οι περισσότεροι ψυχίατροι δεν το αντιλαμβάνονται με αυτόν τον τρόπο. Έγραψα πρόσφατα σχετικά με αυτό, και χρησιμοποίησα τον όρο «εγκέφαλος – νους» για να περιγράψω την ενότητα του σώματος και του νου. Επομένως, λόγω έλλειψης καλύτερου ορισμού, θα χρησιμοποιώ τον όρο «ψυχιατρικές νόσοι».
Όσον αφορά την αντίληψη περί «χημικής ανισορροπίας», έχει γίνει τελευταία πολύς λόγος στις σχετικές ειδήσεις, και αρκετές λανθασμένες πληροφορίες έχουν γραφτεί για αυτό – ακόμη και από γιατρούς που όφειλαν να γνωρίζουν περισσότερα. Στο άρθρο που έκανα αναφορά, υποστήριξα ότι η «χημική ανισορροπία» ήταν πάντοτε ένα είδος αστικού μύθου, και ποτέ μια σοβαρά διατυπωμένη θεωρία από καλά πληροφορημένους ψυχιάτρους. Μερικοί αναγνώστες είχαν την εντύπωση ότι προσπαθούσα να «ξαναγράψω ιστορία», και επομένως μπορώ να κατανοήσω την αντίδρασή τους, αλλά επιμένω στην άποψή μου.
Υπάρχουν βεβαίως ψυχίατροι και άλλοι θεράποντες ιατροί, οι οποίοι έχουν χρησιμοποιήσει τον όρο «χημική ανισορροπία», όταν εξηγούν μια ψυχική νόσο σε έναν ασθενή, ή όταν συνταγογραφούν για κατάθλιψη ή άγχος. Γιατί; Πολλοί ασθενείς που πάσχουν από σοβαρή κατάθλιψη ή άγχος ή ψύχωση, τείνουν να κατηγορούν τον εαυτό τους για αυτήν την κατάσταση. Πολύ συχνά οι συγγενείς τους αναφέρονται σε αυτούς και λένε ότι είναι «αδύναμοι ως προς την προσωπική θέληση» ή ότι «φέρνουν συνέχεια δικαιολογίες» όταν αρρωσταίνουν, ενώ θα μπορούσαν να είναι μια χαρά αν ξεσήκωναν τον εαυτό τους και προσπαθούσαν μόνοι τους. Συχνά οι άλλοι τους κάνουν να νιώθουν ένοχοι που παίρνουν φάρμακα για να αντιμετωπίσουν τις εναλλαγές στη διάθεσή τους ή τις καταθλιπτικές κρίσεις.
… Οι περισσότεροι ψυχίατροι που χρησιμοποιούν την εν λόγω φράση, αισθάνονται άβολα και λίγο ντροπιασμένοι…
Επομένως, κάποιοι ιατροί πιστεύουν ότι θα βοηθήσουν τον ασθενή να νιώσει λιγότερο ένοχος, λέγοντάς του: «Έχεις μια χημική ανισορροπία στον εγκέφαλο που προκαλεί το πρόβλημά σου». Είναι εύκολο να σκεφτεί κανείς ότι παρέχοντας στον ασθενή μια τέτοιου είδους εξήγηση είναι σαν να του κάνεις κάποιου είδους χάρη, αν και αυτό συχνά δεν είναι το ζητούμενο. Τις περισσότερες φορές, ο ιατρός γνωρίζει ότι το ζήτημα της «χημικής ανισορροπίας» είναι μια τεράστια υπεραπλούστευση.
Η εντύπωση μου είναι ότι οι περισσότεροι ψυχίατροι που χρησιμοποιούν αυτήν την φράση, νιώθουν άβολα και λίγο ντροπιασμένοι όταν το κάνουν αυτό. Είναι ένα είδος γρήγορης και κοινότυπης φράσης, που δίνει χρόνο στον ιατρό και του επιτρέπει να συνταγογραφήσει, προσφέροντας έτσι και το συναίσθημα ότι ο ασθενής «εκπαιδεύεται». Εάν σκέφτεστε ότι αυτό είναι μια μικρή τεμπελιά από την πλευρά του γιατρού, τότε έχετε δίκιο. Αλλά για να είμαστε δίκαιοι, σκεφτείτε ότι ο ιατρός πολύ συχνά βιάζεται να δει άλλους είκοσι καταθλιπτικούς ασθενείς που περιμένουν στην αίθουσα αναμονής του. Δεν αναφέρομαι σε αυτό ως δικαιολογία, αλλά απλά ως παρατήρηση.
Φαίνεται να αποτελεί ειρωνεία η προσπάθεια που γίνεται να μειωθούν οι αυτό – κατηγορίες του ασθενή, ρίχνοντας την «ευθύνη» στη χημεία του εγκεφάλου του, που όμως μπορεί να φέρει τα αντίθετα αποτελέσματα. Μερικοί ασθενείς ακούνε «χημική ανισορροπία» και σκέφτονται «Αυτό σημαίνει ότι δεν έχω κανέναν έλεγχο πάνω σε αυτήν την αρρώστια!». Άλλοι ασθενείς μπορεί να πανικοβληθούν και να σκεφθούν «Ωχ, όχι! Αυτό σημαίνει ότι έχω κληροδοτήσει την ασθένειά μου στα παιδιά μου!» Και οι δυο αυτές αντιδράσεις βασίζονται σε παρεξήγηση, αλλά είναι συχνά δύσκολο να ανατρέψεις αυτούς τους φόβους. Από την άλλη, υπάρχουν σίγουρα μερικοί ασθενείς που ανακουφίζονται με το σλόγκαν «χημική ανισορροπία», και αισθάνονται πιο αισιόδοξοι ότι η κατάστασή τους μπορεί να ελεγχθεί με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή.
Δεν είναι λάθος να σκεφτόμαστε ότι μπορούμε πια να έχουμε υπό καλύτερο έλεγχο τις περισσότερες ψυχιατρικές διαταραχές, χρησιμοποιώντας φάρμακα – αλλά αυτό δεν πρέπει να είναι το μόνο ζητούμενο. Κάθε ασθενής που λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή για μια ψυχιατρική νόσο, πρέπει να του προσφέρεται και ένα είδος «θεραπείας μέσω λόγου», συμβουλευτική, ή άλλο είδος υποστήριξης. Συχνά, αν και όχι πάντα, αυτές οι μη φαρμακευτικές προσεγγίσεις πρέπει να δοκιμάζονται πρώτες, πριν οποιαδήποτε συνταγογράφηση. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία – και θέλω να γυρίσω πίσω στη βαριά έκφραση «χημική ανισορροπία» και τον τρόπο που κρεμάστηκε γύρω από τη θηλιά του ψυχιάτρου. Έπειτα, θέλω να εξηγήσω μερικές από τις πιο μοντέρνες ιδέες μας σχετικά με τα αίτια των πιο σοβαρών ψυχιατρικών ασθενειών.
Στη δεκαετία του ’60, μερικοί σπουδαίοι ερευνητές της Ψυχιατρικής, με κυριότερους τους Joseph Schildkraut, Seymour Kety και Arvin Carlsson, ανέπτυξαν αυτό που αργότερα έγινε γνωστό ως «η υπόθεση των βιογενών αμινών» για τις συναισθηματικές διαταραχές. Οι βιογενείς αμίνες είναι χημικές ουσίες του εγκεφάλου, όπως π.χ. η νορεπινεφρίνη και η σεροτονίνη. Με πιο απλούς όρους, οι Schildkraut, Kety και άλλοι ερευνητές πρότειναν ότι υπερβολικά μεγάλες ή υπερβολικά μικρές ποσότητες από αυτές τις ουσίες του εγκεφάλου συνδέονται με διαταραχές στη διάθεση, όπως μανία και κατάθλιψη, αντίστοιχα. Αλλά χρειάζεται να δοθεί έμφαση σε δυο όρους: «υπόθεση» και «συνδέονται». Μια υπόθεση είναι μόνο ένα μικρό βήμα πάνω στο μονοπάτι μιας πλήρως ανεπτυγμένης θεωρίας. Δεν είναι, δηλαδή, μια ολοκληρωμένη κατανόηση του πως δουλεύει κάτι. Και μια «σύνδεση» δεν αποτελεί «αιτία». Πράγματι, η αρχική διατύπωση των Schildkraut και Kety άφησε την πιθανότητα ότι η διαδρομή της αιτιότητας μπορεί να ακολουθεί ένα διαφορετικό δρόμο. Αυτό σημαίνει ότι η ίδια η κατάθλιψη μπορεί να οδηγεί σε αλλαγές στις βιογενείς αμίνες, και όχι αντιστρόφως. Παρακάτω παρατίθενται τα λόγια των δυο αυτών ερευνητών (1967). Πρόκειται για έναν πολύ πυκνά σε βιολογική ορολογία λόγο, αλλά σας παρακαλώ διαβάστε το:
“Παρόλο που φαίνεται να υπάρχει μια σταθερή σχέση μεταξύ των αποτελεσμάτων που επιφέρουν οι φαρμακολογικοί συντελεστές στο μεταβολισμό της νορεπινεφρίνης και στο συναίσθημα, η επαγωγή ενός τέτοιου συμπεράσματος, από τις φαρμακολογικές έρευνες στην παθοφυσιολογία, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Η επιβεβαίωση αυτής της υπόθεσης (βιογενείς αμίνες) πρέπει να βασιστεί πάνω σε άμεση επίδειξη της βιοχημικής διαταραχής που λαμβάνει χώρα στη φυσική νόσο. Πρέπει, όμως, να τονιστεί ότι η επίδειξη μιας τέτοιας βιοχημικής διαταραχής δεν υποστηρίζει απαραίτητα μια γενετική ή αυστηρά καθορισμένη αιτιολογία της κατάθλιψης, αλλά αντιθέτως μια αντίστοιχη πιθανή περιβαλλοντική και ψυχολογική αιτιολογία.
Ενώ συγκεκριμένοι γενετικοί παράγοντες κατέχουν σημαντική θέση στην αιτιολογία μερικών, και πιθανώς όλων, των καταθλίψεων, είναι εξίσου κατανοητό ότι οι πρώιμες εμπειρίες ενός βρέφους ή παιδιού μπορεί να προκαλέσουν βιοχημικές αλλαγές, που με τη σειρά τους μπορεί να προδιαθέσουν μερικά άτομα για κατάθλιψη στην ενήλικη ζωή. Δεν είναι πιθανό ότι μόνο ενδεχόμενες αλλαγές στο μεταβολισμό των βιογενών αμινών θα συμβάλλουν στο πολύπλοκο φαινόμενο της φυσιολογικής ή παθολογικής επίδρασης και αλλαγής. Ενώ οι συνέπειες αυτών των αμινών σε συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου μπορεί να είναι κρίσιμης σημασίας στη ρύθμιση αυτής της επίδρασης, μια ολοκληρωμένη διατύπωση σχετικά με τη φυσιολογία του συναισθήματος πρέπει να συμπεριλάβει πολλούς άλλους συνακόλουθους βιοχημικούς, φυσιολογικούς, και ψυχολογικούς παράγοντες”.
Θυμηθείτε αγαπητή κα ότι αυτοί είναι οι πρωτοπόροι, των οποίων η δουλειά, μας βοήθησε να κατευθυνθούμε στη σημερινή φαρμακοθεραπεία, όπως τα «SSRIs» (Prozac, Paxil, Zoloft και άλλα). Και σίγουρα δεν υποστήριξαν ότι όλες οι ψυχιατρικές ασθένειες, ακόμα και όλες οι διαταραχές της διάθεσης, οφείλονται σε χημική ανισορροπία του εγκεφάλου! Ακόμα και μετά από τέσσερις δεκαετίες, η «ολιστική» προσέγγιση του θέματος, που περιέγραψαν οι Schildkraut και Kety, παραμένει ως το πιο ακριβές μοντέλο της ψυχιατρικής νόσου. Μέσα από την εμπειρία μου των τελευταίων 30 χρόνων, οι καλύτερα εκπαιδευμένοι και επιστημονικά ενημερωμένοι ψυχίατροι πάντα το πίστευαν αυτό, παρά τις αντίθετες προτάσεις από κάποιες αντιψυχιατρικές ομάδες.
Δυστυχώς, η υπόθεση των βιογενών αμινών «χάθηκε» μέσα στη θεωρία της «χημικής ανισορροπίας» του εγκεφάλου από κάποιους διαφημιστές φαρμάκων, ακόμα και από παραπληροφορημένους γιατρούς. Και, πράγματι, η διαφήμιση αυτή υποστηρίχθηκε κάποιες φορές από γιατρούς, που αν και μπορεί να είχαν τις καλύτερες προθέσεις, δεν διέθεσαν το χρόνο στους ασθενείς τους για να τους δώσουν μια πιο ολιστική εξήγηση της ψυχιατρικής νόσου. Είναι βέβαιο ότι εμείς που είμαστε στην πανεπιστημιακή κοινότητα θα έπρεπε να έχουμε κάνει περισσότερα για να διορθώσουμε αυτές τις πεποιθήσεις και πρακτικές. Για παράδειγμα, ένας αρκετά μεγάλος αριθμός αντικαταθλιπτικών δεν γράφεται από τους ψυχιάτρους αλλά από τους ιατρούς πρωτοβάθμιας φροντίδας. Και εμείς οι ψυχίατροι δεν είχαμε πάντα την καλύτερη επικοινωνία με τους συναδέλφους μας στην πρωτοβάθμια.
Οι έρευνες στις Νευροεπιστήμες έχουν μετακινηθεί πέρα από κάθε απλή αντίληψη περί «χημικής ανισορροπίας»….
Έπειτα από όσα ειπώθηκαν παραπάνω, τι έχουμε μάθει τελικά για τα αίτια της σοβαρής ψυχιατρικής νόσου τα τελευταία 40 χρόνια; Η απάντησή μου είναι: «Περισσότερα από ό, τι πολλοί στο ευρύ κοινό, αλλά και επαγγελματίες στον ιατρικό τομέα έχουν συνειδητοποιήσει». Παρόλ’ αυτά, αυτό που δεν γνωρίζουμε, και δεν πρέπει να υποστηρίζουμε το αντίθετο, είναι τη σωστή «ποσότητα» «χημικής ισορροπίας» που θα πρέπει να έχει ο κάθε ανθρώπινος εγκέφαλος. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’60, έχουμε ανακαλύψει περισσότερο από δώδεκα εγκεφαλικές χημικές ουσίες που φαίνεται να επηρεάζουν τη σκέψη, τη διάθεση και τη συμπεριφορά. Αν και μερικές φαίνονται ιδιαίτερα σημαντικές, όπως η νορεπινεφρίνη, η σεροτονίνη, η ντοπαμίνη, το γ-αμινο-βουτυρικό οξύ (GABA) και η γλουταμίνη, δεν έχουμε καμία ποσοτική πληροφορία για το πόσο πρέπει να είναι η βέλτιστη «ισορροπία» για κάθε ένα ασθενή. Αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι, γενικά, σε συγκεκριμένες ψυχιατρικές νόσους εμφανίζονται πιθανότατα διαταραχές σε συγκεκριμένες χημικές ουσίες του εγκεφάλου. Κατά συνέπεια, χρησιμοποιώντας φάρμακα που τροποποιούν αυτές τις ουσίες, βλέπουμε συχνά σημαντική βελτίωση στους ασθενείς. (Είναι επίσης αληθές ότι ένας μικρός αριθμός ασθενών εμφανίζει παρενέργειες μετά από τη λήψη φαρμάκων, και για αυτό το λόγο χρειάζεται περαιτέρω μελέτη σχετικά με τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα).
Αλλά η ερευνητική δραστηριότητα στις νευροεπιστήμες έχει μετακινηθεί πέρα από την απλή αντίληψη περί «χημικής ανισορροπίας» ως αιτία της ψυχιατρικής νόσου. Οι πιο εξεζητημένες και μοντέρνες θεωρίες προτείνουν ότι η ψυχική νόσος οφείλεται σε μια πολύπλοκη και συχνά περιοδική αλληλεπίδραση γενετικών, βιολογικών, ψυχολογικών, περιβαλλοντικών και κοινωνικών παραγόντων. Οι νευροεπιστήμες έχουν επίσης ξεπεράσει την αντίληψη ότι τα φάρμακα λειτουργούν απλά ως ενισχυτές ή αποδυναμωτές μερικών χημικών ουσιών του εγκεφάλου. Για παράδειγμα, έχουμε αποδείξεις ότι μερικά αντικαταθλιπτικά ενισχύουν την ανάπτυξη συνδέσεων μεταξύ κυττάρων του εγκεφάλου, και για αυτό το λόγο πιστεύουμε ότι σχετίζεται με τις ευεργετικές δράσεις αυτών των φαρμάκων. Το Λίθιο, ένα φυσικό συστατικό, και όχι ιδιαίτερα «ναρκωτικό», μπορεί να βοηθήσει στη διπολική διαταραχή προστατεύοντας περαιτέρω κατεστραμμένα κύτταρα και ενισχύοντας την ικανότητά τους για επικοινωνία μεταξύ τους.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τη διπολική διαταραχή και πως η ψυχιατρική βλέπει την «αιτιότητα» στις μέρες μας (και μπορούμε να έχουμε μια παρόμοια συζήτηση για τη σχιζοφρένεια και τη μείζονα καταθλιπτική διαταραχή). Γνωρίζουμε ότι το γενετικό υλικό του ατόμου παίζει ένα ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στη διπολική διαταραχή. Άρα, αν ένα από δύο μονοζυγωτικά δίδυμα έχει διπολική διαταραχή, το ποσοστό για να αναπτύξει και το άλλο τη διαταραχή, είναι πάνω από 40%, ακόμα και αν έχουν ανατραφεί σε διαφορετικά περιβάλλοντα. Λάβετε υπόψη σας όμως, ότι το ποσοστό δεν είναι 100%. Επομένως, πρέπει να υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που συμβάλλουν στην ανάπτυξη της διπολική διαταραχής, εκτός βεβαίως από τα γονίδια.
Καινούριες θεωρίες για τη διπολική διαταραχή υποστηρίζουν ότι μη φυσιολογικά γονίδια οδηγούν σε μη φυσιολογικές συνδέσεις μεταξύ περιοχών του εγκεφάλου, τα «νευροκυκλώματα», που με τη σειρά τους αυξάνουν την πιθανότητα ύπαρξης έντονων αλλαγών της διάθεσης. Υπάρχουν συνεχείς ενδείξεις ότι η διπολική διαταραχή ενέχει ένα είδος μικρής «αδυναμίας σύνδεσης και επικοινωνίας» στον εγκέφαλο από πάνω προς τα κάτω. Πιο συγκεκριμένα, οι μετωπιαίες περιοχές του εγκεφάλου μάλλον δεν μπορούν να αμβλύνουν την υπερδραστηριότητα των «συναισθηματικών» μερών του εγκεφάλου, συμβάλλοντας έτσι στις συναισθηματικές μεταπτώσεις.
Επομένως, μια ερώτηση που προκύπτει είναι αν ακόμα παραμένει το ζήτημα της «βιολογίας»; Καθόλου – το περιβάλλον του ατόμου παίζει πολύ σημαντικό ρόλο. Ένας ισχυρός στρεσογόνος παράγοντας μπορεί μερικές φορές να ενεργοποιήσει ένα καταθλιπτικό ή μανιακό επεισόδιο. Και, αν ένα παιδί με διπολική διαταραχή μεγαλώνει μέσα σε ένα κακοποιητικό ή στερητικό περιβάλλον, ή εκτίθεται σε τραυματικές καταστάσεις, αυξάνονται οι πιθανότητες για έντονες μεταβολές του συναισθήματος στη μετέπειτα ζωή. Βέβαια, δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι η «κακή γονεϊκή στάση» προκαλεί διπολική διαταραχή. (Την ίδια στιγμή όμως η κακοποίηση και το τραύμα στην παιδική ηλικία μπορεί να αλλάξουν μόνιμα τις «συνδέσεις – ενώσεις» στον εγκέφαλο, και αυτό με τη σειρά του μπορεί να οδηγήσει σε ένα φαύλο κύκλο μεταπτώσεων. Από την άλλη πλευρά, μιλώντας μέσα από την εμπειρία μου, ένα υποστηρικτικό οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον μπορεί να βελτιώσει την πρόγνωση – εξέλιξη ενός παιδιού με διπολική διαταραχή.
Τέλος, ενώ η «επίλυση προβλημάτων» που χρησιμοποιεί το κάθε άτομο, δεν συνδέεται αιτιακά με τη διπολική διαταραχή, υπάρχουν ενδείξεις ότι ο τρόπος που ο καθένας σκέφτεται και δικαιολογεί καταστάσεις, κάνει τη διαφορά. Για παράδειγμα, η γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία και η οικογενειακή συμπεριφορική θεραπεία μπορούν να μειώσουν τον κίνδυνο υποτροπής στη διπολική διαταραχή. Επομένως, με την κατάλληλη υποστήριξη, το άτομο με διπολική διαταραχή μπορεί να έχει κάποιον έλεγχο πάνω στις δυσκολίες που επιφέρει η νόσος, και ίσως να βελτιώσει και την πορεία της, μαθαίνοντας περισσότερο προσαρμοστικούς τρόπους σκέψης.
Συνοψίζοντας αγαπητή κα, δεν μπορώ με σιγουριά να σας πω την ακριβή αιτία της δικής σας ψυχιατρικής νόσου ή οποιουδήποτε άλλου, γιατί πρόκειται για κάτι πολύ πιο περίπλοκο από μια απλή «χημική ανισορροπία». Είστε ένα ολοκληρωμένο άτομο, με ελπίδες, φόβους, επιθυμίες και όνειρα, και όχι μόνο ένας μυς εγκεφάλου γεμάτος χημικά! Αυτοί που πρωτομίλησαν για τις βιογενείς αμίνες, κατανόησαν τα παραπάνω πριν από περισσότερο 40 χρόνια, και οι καλύτερα πληροφορημένοι ψυχίατροι το κατανοούν σήμερα.
Με εκτίμηση,
Ronald Pies MD
Ο Ronald Pie είναι Καθηγητής Ψυχιατρικής και Λέκτορας στο Τμήμα Βιοηθικής & Ανθρωπιστικών Σπουδών του SUNY Upstate Medical University, Syracuse, στη Νέα Υόρκη και Καθηγητής Ψυχιατρικής στο Tufts University School of Medicine, στη Βοστόνης Αμερικής.
Μετάφραση: Αγγελική Βλασοπούλου
Επιστημονική επιμέλεια: Δρ. Ιωάννης Μάλλιαρης
Πηγή: Βλασοπούλου & Μάλλιαρης, 2013, maniokatathlipsi.gr . Ελεύθερη η αναδημοσίευση με αναφορά στην πηγή.
Προσφατα σχολια