445 total views

Μία πρόσφατη μελέτη από Ιταλούς ερευνητές (Carmadese et al. 2016) εξέτασε την αποτελεσματικότητα μιας εξατομικευμένης θεραπείας ημερήσιας φροντίδας για την οξεία φάση καταθλίψεων που δεν ανταποκρίνονται εύκολα στην θεραπεία. Οι ασθενείς με αυτή τη δύσκολη κατάθλιψη είχαν διπολική και μονοπολική διαταραχή.

Πήραν μέρος 291 ασθενείς που πληρούσαν τα διαγνωστικά κριτήρια DSM-IV-TR για συναισθηματικές διαταραχές, συμπεριλαμβάνοντας την διπολική διαταραχή Ι και ΙΙ, την μείζονα καταθλιπτική διαταραχή ή άλλη καταθλιπτική.

Επίσης ο κάθε ασθενής σε αυτήν την έρευνα έπρεπε να είχε ένα μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο, με τα χαρακτηριστικά της “δύσκολης” κατάθλιψης. Ως “δύσκολη κατάθλιψη” ορίστηκε η κατάθλιψη που δεν είχε ανταποκριθεί ή ανταποκρίθηκε ανεπαρκώς σε δοκιμές με αντικαταθλιπτικά φάρμακα. Επίσης χαρακτηρίζεται από ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: την παρουσία παρενεργειών που δεν βοηθάνε στη θεραπεία, κατάθλιψη μαζί με μία ακόμη διαταραχή (π.χ. αγχώδεις, ιδεοψυχαναγκαστική κτλ) καθώς και κάποια ακόμα διαταραχή της προσωπικότητας (π.χ. οριακή, ναρκισσιστική κτλ) ή τέλος κατάθλιψη μαζί με κάποια χρόνια σωματική πάθηση.

Το χρονικό διάστημα για μια επαρκή δοκιμή ενός αντικαταθλιπτικού φαρμάκου ορίστηκε εκ των προτέρων στις 5 εβδομάδες θεραπείας με μια επαρκή δόση για τουλάχιστον 3 εβδομάδες. Δημογραφικές και κλινικές πληροφορίες αποκτήθηκαν με απευθείας συνεντεύξεις ασθενών και συγγενών. Η διαγνωστική αξιολόγηση πραγματοποιήθηκε από εκπαιδευμένους ψυχιάτρους και ψυχολόγους χρησιμοποιώντας μία δομημένη συνέντευξη. Οι διαταραχές της προσωπικότητας διαπιστώθηκαν από έμπειρους ειδικούς σύμφωνα με τα διαγνωστικά κριτήρια του DSM-IV-TR. Επιπλέον διενεργήθηκαν εξετάσεις για την εξακρίβωση της γενικής ιατρικής κατάστασης του ασθενούς.

Όλοι οι ασθενείς υποβλήθηκαν σε θεραπεία ημερήσιας φροντίδας για 12 εβδομάδες, με ελάχιστο αριθμό 15 συνεδριών και ένα μέσο όρο δύο συνεδριών ανά εβδομάδα. Κατά την πρώτη εβδομάδα της θεραπείας τρεις συνεδρίες αφιερώθηκαν στη βασική διαγνωστική εκτίμηση. Κάθε 2 εβδομάδες μετά την κλινική αξιολόγηση χορηγούνταν η κατάλληλη φαρμακευτική θεραπεία.

Κατά τη διάρκεια της ημερήσιας θεραπείας βελτιστοποίηθηκαν οι δοσολογίες και ο συνδυασμός των φαρμακευτικών αγωγών που θεωρούνται πιο κατάλληλες για την αντιμετώπιση της ανθεκτικής κατάθλιψης. Παράλληλα εκτός από τις αντικαταθλιπτικές αγωγές χρησιμοποιήθηκαν αγωγές με σταθεροποιητές διάθεσης και αντιψυχωσικά τα οποία σε συνδυασμό με τις αντικαταθλιπτικές αγωγές έχουν καλύτερα αποτελέσματα σε αυτές τις καταθλίψεις.

Η φαρμακευτική θεραπεία ενισχύθηκε σημαντικά από μια δομημένη ατομική ψυχολογική παρέμβαση από εκπαιδευμένο κλινικό ψυχολόγο. Τέλος όλοι οι συμμετέχοντες παρακολούθησαν και ένα ψυχο-εκπαιδευτικό πρόγραμμα με στόχο την παροχή πληροφοριών για την αντιμετώπιση των ψυχοκοινωνικών προβλημάτων που σχετίζονται με τις διαταραχές της διάθεσης.

Η σοβαρότητα της κατάθλιψης και η ανταπόκριση στη θεραπεία αξιολογήθηκε με την Κλίμακα Κατάθλιψης Hamilton, στην αρχή της θεραπείας, 4 εβδομάδες αργότερα και τέλος μετά από 12 εβδομάδες ημερήσιας θεραπείας.

Tο δείγμα αποτελούνταν από 291 συμμετέχοντες που πάσχουν από οξεία κατάθλιψη που δεν ανταποκρίνονται εύκολα στην θεραπεία (μέση ηλικία=48.5). Από αυτούς, 178 (61,2%) ήταν γυναίκες, 115 (39,5%) ήταν σε μια σταθερή σχέση (έγγαμοι ή συζούν με κάποιον), και 221 (75,9%) ήταν εργαζόμενοι. Οι περισσότεροι ασθενείς (n=240, 82,4%) διαγνώστηκαν να έχουν μείζονα καταθλιπτική διαταραχή, αμέσως μετά (n=29, 10,0%), είχαν διπολική διαταραχή τύπου ΙΙ, (n=13, 4,5%), έπασχαν από καταθλιπτική διαταραχή που δεν προσδιορίζεται διαφορετικά και οι λιγότεροι (n = 9, 3,1%) είχαν διπολική διαταραχή τύπου Ι. Σχεδόν το ένα τέταρτο (n=68, 23,4%) του συνόλου του δείγματος είχε και μία ψυχιατρική ή σωματική κατάσταση που τον απασχολούσε. Οι πιο κοινές συννοσηρότητες ήταν διαταραχές οφειλόμενες στη χρήση ουσιών (n=43, 14,8%), διαταραχές προσωπικότητας (n=15, 5,2%), και οι αγχώδεις διαταραχές (n-11, 3,8%). Μόνο δύο άτομα (0,7%) ανέφεραν μια σωματική πάθηση. Συνολικά, 150 άτομα (51.5%) ολοκλήρωσαν τη θεραπεία 12 εβδομάδων.

Βρέθηκε ότι όσοι ολοκλήρωναν την θεραπεία είχαν μεγαλύτερη πιθανότητα να είναι διπολικοί (76,3% έναντι 23,7%) και να πάσχουν από μια άλλη κατάσταση, όπως χρήση ουσιών. Ταυτόχρονα, είχαν μια σταθερή σχέση και ένα μέλος της οικογένειας εμπλεκόταν στο ψυχο-εκπαιδευτικό πρόγραμμα (80,7% έναντι 19,4%).

Επίσης, τα αποτελέσματα έδειξαν μια σημαντική βελτίωση στα συμπτώματα κατάθλιψης στο τέλος της περιόδου, αν και ορισμένοι ασθενείς (n = 30, 20%) ανέφεραν πως τους έμειναν ακόμα κάποια συμπτώματα κατάθλιψης.

Όσοι ανταποκρίθηκαν στην θεραπεία ανέφεραν χαμηλότερα ποσοστά διαταραχών της προσωπικότητας (1,5% έναντι 11,0) και υψηλότερη αρχική κατάθλιψη. Από την άλλη πλευρά, η πλήρης ύφεση σχετίστηκε με μικρότερη ηλικία και μονοπολική κατάθλιψη (92,5% έναντι 76,4%). Ανιχνεύτηκε ακόμα πως η αλληλεπίδραση μεταξύ διπολικότητας και συννοσηρότητας σχετίζεται με χειρότερες συνέπειες. Η συμμετοχή της οικογένειας ήταν ο μόνος σημαντικός προγνωστικός δείκτης για τη βελτίωση των συμπτωμάτων.

Τέλος, η έρευνα αποδείχθηκε ότι είναι αποτελεσματική στη θεραπεία των πολύπλοκων και σοβαρών μορφών κατάθλιψης. Τα αποτελέσματα για το ρόλο της στήριξης της οικογένειας απαιτούν περαιτέρω έρευνα για να καθοριστούν καλύτερα οι κατάλληλοι στόχοι για προσαρμοσμένες θεραπευτικές προσεγγίσεις.


 

– Συγγραφή άρθρου: Ραφαέλα Ηρώ Σχίζα, Ψυχολόγος, Μέλος συνεργάτης της ΕΔΟ.
– Επιστημονική επιμέλεια: Δρ. Ιωάννης Μάλλιαρης, Ψυχολόγος, Διδάκτωρ Κλινικής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, Επιστημονικός υπεύθυνος της ΕΔΟ.

Πηγή: Σχίζα & Μάλλιαρης (2016) Ο ρόλος της ημερήσιας φροντίδας και πολυεπιστημονικής θεραπείας στις πολύπλοκες μονοπολικές και διπολικές καταθλιπτικές διαταραχές. maniokatathlipsi.gr .

Ελεύθερη η αναδημοσίευση, ως έχει, με αναφορά στην πηγή.

Camardese, G., Mazza, M., Zaninotto, L., Leone, B., Marano, G., Serrani, R., … & Janiri, L. (2016). Clinical correlates of difficult-to-treat depression: Exploring an integrated day-care model of treatment. Nordic journal of psychiatry, 70(1), 45-52.