76 total views

 Η διπολική διαταραχή είναι μια σοβαρή, χρόνια και υποτροπιάζουσα ψυχική ασθένεια, που συχνά χαρακτηρίζεται από επεισόδια μανίας, υπομανίας, και κατάθλιψης, μαζί με κακή ποιότητα ζωής και λειτουργικότητας. Εξαιτίας αυτών των δυσκολιών, είναι πολύ πιθανό να εμφανιστούν επιπρόσθετα προβλήματα ή ακόμη και παθήσεις. Μια από τις συννοσηρότητες που εμφανίζεται αρκετά συχνά σε άτομα με διπολική διαταραχή είναι η νοσογόνος παχυσαρκία. Αυτή αφορά μια κλινική κατάσταση που σχετίζεται και προκαλείται από την υπερβολική συσσώρευση σωματικού λίπους στο σώμα και επιφέρει αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία των ατόμων. 

Τα άτομα με διαγνωσμένη διπολική διαταραχή είναι πιο επιρρεπείς στο να εμφανίσουν νοσογόνο παχυσαρκία από τον υπόλοιπο γενικό πληθυσμό για ποικίλους λόγους. Το αυξημένο βάρος στους ασθενείς με διπολική διαταραχή αντιμετωπίζεται ως μελλοντικός προγνωστικός παράγοντας χειρότερης έκβασης της πορείας ακόμα και της διπολικής νόσου. 

Συγκεκριμένα ερευνητές από την Ισπανία (Zhao, Z. και συνεργάτες) ανέλυσαν το 2016 στοιχεία 86.028 ψυχιατρικών ασθενών και διαπίστωσαν ότι οι ασθενείς με διπολική διαταραχή παρουσίασαν σημαντικά υψηλότερη συχνότητα νοσογόνους παχυσαρκίας (41%) από τους ασθενείς χωρίς διπολική διαταραχή. Ειδικότερα, οι ασθενείς με διπολική διαταραχή μπορεί να έχουν μεγαλύτερη δυσκολία στην εξισορρόπηση της πρόσληψης τροφής και της άσκησης, με την εκδήλωση  υπερφαγίας και σωματικής αδράνειας, με αποτέλεσμα την αύξηση βάρους και παχυσαρκίας. 

Τα άτομα με διπολική διαταραχή αναφέρουν ότι έχουν λιγότερο υγιεινές διατροφικές συνήθειες και μεγαλύτερη δυσκολία να τρώνε υγιεινά. Επιπλέον, η παρορμητικότητα και η μειωμένη αναστολή είναι κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της διπολικής διαταραχής, που θα μπορούσε εύλογα να μεταφραστεί σε απώλεια ελέγχου της κατανάλωσης φαγητού, ανεξάρτητα από την κατάσταση της διάθεσης. 

Ο επιπολασμός της παχυσαρκίας είναι ένας σημαντικός παράγοντας εμφάνισης κάποιας καρδιαγγειακής νόσου, υπέρτασης, ακόμα και σε νεότερες ηλικίες. Σε μία προηγούμενη ερευνά των McIntyre και των συνεργατών του που δημοσιεύθηκε το 2007 και εξέταζε την έκβαση της  διπολικής ασθένειας εφήβων ασθενών (348 έφηβοι ασθενείς, 7–17 ετών) διαπιστώθηκε ότι το 42% του δείγματος πληρούσε τα κριτήρια παχυσαρκίας. Ακόμα ένα σημαντικό γεγονός είναι, ότι διαπιστώθηκε σημαντική συσχέτιση μεταξύ της παχυσαρκίας και του ιστορικού απόπειρας αυτοκτονίας σε αυτούς τους εφήβους.

Παρόλο που κάποιες αγωγές της διπολικής διαταραχής μπορεί να σχετίζονται με την αύξηση βάρους, οι μελέτες δείχνουν ότι η νοσογόνος παχυσαρκία που παρατηρείται δεν οφείλονται μόνο σε αυτές. Τα αποτελέσματα μιας ιταλικής μελέτης (των Vancampfort και συνεργατών,2013) που εστίασε στην φαρμακευτική αγωγή διπολικών ασθενών, έδειξαν ότι σχεδόν το 41% των ασθενών ακόμη και χωρίς θεραπεία για διπολική διαταραχή εμφάνισαν αυξημένα ποσοστά βάρους. 

Η δύναμη της Γνωσιακής Συμπεριφορικής Θεραπείας (ΓΣΘ) συνδυαστικά με νέες ειδικές φαρμακευτικές αγωγές.

Η Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία (ΓΣΘ) είναι μια αποδεδειγμένα αποτελεσματική προσέγγιση για την αντιμετώπιση ποικίλων ψυχολογικών και συμπεριφορικών ζητημάτων. Από την κατάθλιψη και το άγχος, μέχρι τις διατροφικές διαταραχές και τους εθισμούς, η Γνωσιακή Συμπεριφορική θεραπεία παρέχει τα εργαλεία που χρειάζονται τα άτομα για να μετασχηματίσουν τις αρνητικές σκέψεις και να επιτύχουν βιώσιμες αλλαγές στη ζωή τους. Ιδιαίτερα στον τομέα της παχυσαρκίας, η Γνωσιακή Συμπεριφορική θεραπεία έχει αναδειχθεί ως μια σημαντική μέθοδος που βοηθά τα άτομα όχι μόνο να χάσουν βάρος, αλλά και να διατηρήσουν την απώλεια βάρους μακροπρόθεσμα. 

Οι έρευνες επιβεβαιώνουν την αποτελεσματικότητα της Γνωσιακής Συμπεριφορικής θεραπείας στην απώλεια βάρους. Αναλυτικότερα, μια μελέτη στη Σουηδία από τον Carlbring και τους συνεργάτες του (2007), έδειξε ότι οι συμμετέχοντες που ακολούθησαν ένα πλάνο διατροφής μαζί με Γνωσιακή Συμπεριφορική θεραπεία έχασαν κατά μέσο όρο 18 κιλά σε διάστημα 10 εβδομάδων, και το 92% κατάφερε να διατηρήσει την απώλεια βάρους. Επιπρόσθετα, μια έρευνα του Πανεπιστημίου Tufts έδειξε ότι πάνω από το 50% των ατόμων που ξεκίνησαν μόνο δίαιτα χωρίς να χρησιμοποιούν κάποια άλλη μέθοδο θεραπείας (όπως ΓΣΘ) δεν ήταν σε θέση να την ακολουθήσουν μακροπρόθεσμα. Αυτά τα ευρήματα αναδεικνύουν τη σημασία της Γνωσιακής Συμπεριφορικής θεραπείας ως ένα σημαντικό εργαλείο για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας. 

Η λειτουργία της Γνωσιακής Συμπεριφορικής θεραπείας βασίζεται στην ιδέα ότι οι σκέψεις μας επηρεάζουν τα συναισθήματα και τις πράξεις μας. Μέσω της Γνωσιακής Συμπεριφορικής θεραπείας, τα άτομα μαθαίνουν να αναγνωρίζουν και να μετασχηματίζουν μη βοηθητικές σκέψεις, όπως “πρέπει οπωσδήποτε να φάω αυτό το γλυκό” ή “δεν μπορώ να πω όχι”. Αντικαθιστώντας αυτές τις σκέψεις με πιο λειτουργικές, όπως “μπορώ να περιμένω” ή “δεν χρειάζεται να φάω αυτό το γλυκό τώρα”, τα άτομα μπορούν να αποκτήσουν τον έλεγχο των συναισθημάτων και των αντιδράσεών τους, διατηρώντας έτσι την πρόοδο που έχουν επιτύχει. 

Η σύνδεση της Γνωσιακής Συμπεριφορικής θεραπείας με την παχυσαρκία αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία όταν εξετάζεται στο πλαίσιο της διπολικής διαταραχής. Τα άτομα με διπολική διαταραχή συχνά αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο για παχυσαρκία λόγω των μεταβολών στη διάθεση, των αλλαγών στις διατροφικές συνήθειες και των παρενεργειών από τη φαρμακευτική αγωγή. 

Η Γνωσιακή Συμπεριφορική θεραπεία μπορεί να αποτελέσει ένα χρήσιμο εργαλείο για τη διαχείριση τόσο της διπολικής διαταραχής όσο και της παχυσαρκίας. Μέσω της Γνωσιακής Συμπεριφορικής θεραπείας, τα άτομα με διπολική διαταραχή μπορούν να μάθουν να αναγνωρίζουν τα πρώιμα σημάδια των μεταπτώσεων στη διάθεση και να εφαρμόζουν στρατηγικές για τη σταθεροποίηση της διάθεσής τους. Οι συμπεριφορικές θεραπείες για την παχυσαρκία περιλαμβάνουν συνήθως μια ποικιλία από στρατηγικές αυτο-παρακολούθησης και του καθορισμού στόχων για τη βελτίωση της διατροφής και την αύξηση της σωματικής δραστηριότητας. Παράλληλα, μπορούν να αναπτύξουν υγιεινές συνήθειες διατροφής και άσκησης, που θα τους βοηθήσουν να διατηρήσουν ένα υγιές βάρος, βελτιώνοντας έτσι την ποιότητα ζωής τους και παρέχοντας τα εργαλεία που χρειάζονται για να επιτύχουν και να διατηρήσουν την ευεξία τους. 

Η ψυχολογική θεραπεία της παχυσαρκίας ενισχύεται πλέον σημαντικά με τη χρήση εξειδικευμένων φαρμακευτικών αγωγών που ρυθμίζουν τον βιολογικό μηχανισμό της όρεξης. Τα φάρμακα αυτά επεμβαίνουν σε συγκεκριμένους μηχανισμούς του εγκεφάλου που ρυθμίζουν την πείνα και το αίσθημα κορεσμού. «Μιμούνται», δηλαδή, ορμόνες που παράγει φυσιολογικά το σώμα μετά από ένα γεύμα για να δώσει το σήμα ότι είναι πλήρες. Αυτό το σήμα φτάνει στο κέντρο του εγκεφάλου που ελέγχει την όρεξη, με αποτέλεσμα να μειώνεται η ανάγκη για φαγητό και να νιώθουμε χορτάτοι για περισσότερο χρόνο.

Μέσω αυτής της δράσης, τα φάρμακα αυτά βοηθούν τους ανθρώπους να τρώνε λιγότερο και να αισθάνονται ικανοποιημένοι με μικρότερες ποσότητες τροφής. Σε συνδυασμό με ψυχολογική υποστήριξη και ειδικές θεραπευτικές παρεμβάσεις, η χρήση αυτών των φαρμάκων μπορεί να κάνει πιο εύκολη τη διαδικασία ελέγχου του βάρους και να συμβάλει σε πιο μακροχρόνια αποτελέσματα στη διαχείριση της παχυσαρκίας.

Ενώ, λοιπόν, η Γνωσιακή Συμπεριφορική θεραπεία βοηθά στην αλλαγή των σκέψεων και της συμπεριφοράς που συνδέονται με την πρόσληψη τροφής, η ειδική φαρμακευτική αγωγή της νοσογόνου παχυσαρκίας μπορεί να σταθεροποιήσει τη βιοχημεία του εγκεφάλου, ρυθμίζοντας την όρεξη και μειώνοντας την παρορμητική κατανάλωση τροφής. Η ταυτόχρονη εφαρμογή των δύο αυτών προσεγγίσεων ενισχύει τα αποτελέσματα της θεραπείας, προσφέροντας στους ασθενείς καλύτερο έλεγχο του βάρους τους, με παράλληλη βελτίωση της διάθεσης και της γενικής τους υγείας.

Βιβλιογραφικές παραπομπές

1.  Zhao, Z., Okusaga, O. O., Quevedo, J., Soares, J. C., & Teixeira, A. L. (2016). The potential association between obesity and bipolar disorder: A meta-analysis. Journal of affective disorders, 202, 120-123.

2. Bly, M. J., Taylor, S. F., Dalack, G., Pop‐Busui, R., Burghardt, K. J., Evans, S. J., … & Ellingrod, V. L. (2014). Metabolic syndrome in bipolar disorder and schizophrenia: dietary and lifestyle factors compared to the general population. Bipolar disorders, 16(3), 277-288.3.      Shapiro, J., Mindra, S., Timmins, V., Swampillai, B., Scavone, A., Collinger, K., … & Goldstein, B. I. (2017). Controlled study of obesity among adolescents with bipolar disorder. Journal of Child and Adolescent Psychopharmacology, 27(1), 95-100.

3. McIntyre, R. S., Konarski, J. Z., Wilkins, K., Soczynska, J. K., & Kennedy, S. H. (2007). Obesity and suicidal behavior in depressed adolescents: A systematic review and case-control study. Journal of Clinical Psychiatry, 68(4), 634-641.

4. Vancampfort, D., Stubbs, B., Mitchell, A. J., De Hert, M., Wampers, M., Ward, P. B., … & Probst, M. (2013). Obesity and bipolar disorder: A systematic review and meta-analysis of observational studies. Journal of Affective Disorders, 145(1), 14-22.

5. Carlbring, P., Sjöberg, L., Forsberg, L., Grimlund, A., & Andersson, G. (2007). Treatment of pathological gambling: A randomized controlled trial. Cognitive Behaviour Therapy, 36(2), 92-103.

6. Beck, J.S (2007)The Beck diet solution. Train your brain to think like a thin person. Oxmoor House.

Πηγή: Παπανικολάου, Τσαντού & Μάλλιαρης (2024). Η σχέση μεταξύ Διπολικής διαταραχής και παχυσαρκίαςManioKatathlipsi.gr

Συγγραφείς:
Σταυρούλα Παπανικολάου, Ψυχολόγος, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Master of Arts.
Μαριάννα Τσαντού, Ψυχολόγος του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Ειδικευόμενη στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα του BipolarLab.edu.gr,

Επιστημονική επιμέλεια:
Δρ. Ιωάννης Γ. Μάλλιαρης, Ψυχολόγος, Διδάκτωρ Κλινικής Ψυχολογίας, Institute of Psychiatry, King’s College London – Επιστημονικός Υπεύθυνος του BipolarLab.com και της ΕΔΟ.
Πιστοποιημένος Ψυχοθεραπευτής Εκπαιδευτής στη Γνωσιακή – Συμπεριφορική Θεραπεία από το Beck Institute της Αμερικής.
(Beck Institute CBT Certified Clinician (BICBT-CC))