765 total views
Ξυπνάω σ’ ένα δωμάτιο νοσοκομείου και κάποιο υγρό τρέχει στο χέρι μου. Όχι, όχι, ξυπνάω σ’ ένα ξένο μέχρι πρότινος δωμάτιο και νιώθω το κεφάλι μου βαρύ από τα ηρεμιστικά που κάποιος φίλος έχει καταφέρει να μου δώσει, χωρίς συνταγή. Ίσως ούτε αυτό, ξυπνάω στο δωμάτιό μου, με τα μάτια κατακόκκινα από το κλάμα και την καρδιά μου να πάει να σπάσει. Ή, ίσως δεν ξυπνάω καθόλου, γιατί δεν έχω κοιμηθεί. Έχω να κοιμηθώ τέσσερις μέρες, τέσσερις μέρες που μιλώ ακατάπαυστα, γνωρίζω συνεχώς ανθρώπους, επικοινωνώ με σκύλους και βλέπω σημάδια παντού. Σημάδια που θα με οδηγήσουν στα πρώτα μου χρόνια, όπως σ’ ένα σπίτι κάποιου φίλου όπου οραματίζομαι ότι βρίσκομαι στην τουαλέτα του πρώτου μου, πατρικού σπιτιού και το δωμάτιο είναι βαμμένο σαν ροδάκινο, και η βρύση έχει το σχήμα ενός φιδιού – πού στο διάολο το θυμήθηκα αυτό; Πώς εμφανίστηκε έτσι έξαφνα αυτή η ασήμαντη εικόνα στο μυαλό μου;
Να συστηθούμε; Θα μπορούσα να πω πολλά για τον εαυτό μου, ή τίποτα. Εξαρτάται από τη φάση στην οποία με πετυχαίνει κανείς. Όταν η διάθεσή μου εξακοντίζεται μπορώ να μιλάω για ώρες, και τα λόγια να βγαίνουν αβίαστα και να εντυπωσιάζουν τους τριγύρω μου – μπορώ εύκολα να σε κάνω να πιστέψεις ότι η ζωή μου είναι συναρπαστική. Αλλά τελεσίδικα στην επόμενη φάση θα βυθιστώ σε μια απέραντη σιωπή, σ’ένα ατέρμονο τέλμα όπου χρονομετρώ τα δευτερόλεπτα που βασανιστικά τριβελίζουν το μυαλό μου, την ύπαρξή μου, που οι φωνές σε μια καφετέρια με αποσυντονίζουν, που ακούω το στόμα μου να αρθρώνει λέξεις αλλά μοιάζει παράταιρη η φωνή, ασυντόνιστα τα λόγια.
Κατά βάθος, είμαι η Βάλια. Και έχω πολλές προσωπικότητες, τις οποίες ανά διαστήματα μπορώ να υποδυθώ, άθελά μου. Το χειρότερο είναι ότι σε καθεμιά από αυτές τις φάσεις νιώθω να βυθίζομαι ολόκληρη στην εκάστοτε περσόνα, και σίγουρα δεν μπορώ να προβλέψω την επόμενη φάση.
«Δεν έχεις τίποτα να πεις, δεν έχεις γνώμη, δεν έχεις φωνή. Αλλά ακούς μια φωνή, ακατάπαυστα, που σου λέει ότι είσαι ένα τίποτα»
Λένε ότι η μανιοκατάθλιψη, ή αν θέλεις κάτι πιο σύγχρονο, η διπολική διαταραχή, είναι ξαδερφάκι της σχιζοφρένειας. Ένα από τα φάρμακα που παίρνω – και θέλω πάντοτε να μειώσω – χρησιμοποιείται και για σχιζοφρενείς ασθενείς. Όμως εγώ δεν είμαι σχιζοφρενής και αυτό το κάνει πιο δύσκολο να αναγνωρίσω τις περσόνες, τις διαφορετικές Βάλιες που εμφανίζονται με ένα σατανικό γέλιο κάθε περίπου 5 χρόνια. Το χρονοδιάγραμμα είναι το εξής – μέσες άκρες:
Ξεκινάει για κάποιους στην εφηβεία, με βίαιες εκρήξεις χαράς και ευφορίας και ασυδοσίας και υπερβολικής έκθεσης, με μια βίαιη προσγείωση σε μια βαθιά θλίψη: οι τριγύρω σου έχουν απομακρυνθεί γιατί η πρώτη περσόνα είναι τρομακτική και οι κάποιοι που έχουν εισέλθει απότομα στη ζωή σου πιστεύουν πράγματα ακατανόητα για σένα – για το επόμενο εσύ που είναι βυθισμένο στην κατάθλιψη. Αυτό το πάνω-κάτω, που γύρω στην αρχή της νέας χιλιετίας δεν είχε ξεκάθαρο όνομα στην Ελλάδα, διαρκεί μερικά ακόμη χρόνια, γιατί η έφηβη εσύ δεν κάνει τόσο μεγάλες τρέλες ώστε να χρειαστεί ψυχιατρική βοήθεια ή/και εγκλεισμό. Όταν όμως ενηλικιώνεσαι, με τα μπαγκάζια της εφηβείας σου, την περίπλοκη οικογενειακή ιστορία σου – και ποιος δεν έχει μια τέτοια – κάποια στιγμή, εκεί γύρω στην πρώτη ενήλικη στιγμή σου, στα 20, 21 σου θα κλατάρεις. Κάθε πρωί θα ξυπνάς και πιο νωρίς, θα εύχεσαι να υπήρχε ένα χάπι για να αντικαθιστά τον ύπνο και ένα χάπι για το φαγητό – δεν χρειάζεσαι ύπνο και φαγητό, η ψυχική σου κατάσταση είναι καλύτερη ντόπα. Οι άνθρωποι γύρω σου μαζεύονται σαν τις μέλισσες σε φρεσκοαλειμμένη φέτα ψωμί. Βλέπεις τα αχόρταγα βλέμματά τους, απομυζείς την λατρεία τους για το πρόσωπό σου. Και σιγά-σιγά η αρρώστια παίρνει τα ηνία. Αρχίζεις και σχεδιάζεις και οργανώνεις παράτολμα σχέδια: αν κάποιος σε ανακάλυπτε, θα σε έστελνε σε κάποια σχολή για χαρισματικούς νέους. Το Χάρβαρντ διαβάζει τις αναρτήσεις σου στο φέισμπουκ. Το λύκειο όπου πήγαινες σε αποθεώνει στα κρυφά. Όλοι οι παλιοί σου γκόμενοι έχουν ονειρώξεις με κεντρικό θέμα εσένα και την αξεπέραστη γοητεία σου. Καθετί έχει ένα νόημα, καθετί σε γυρίζει πίσω στο χρόνο, σε μια ξεχασμένη ανάμνηση, σε μια λεπτομέρεια που θα γίνει το νήμα της σκέψης σου. Ό,τι έκαναν οι τριγύρω σου, η οικογένειά σου, οι φίλοι σου, όλες οι φορές που σε πλήγωσαν, είχε ένα νόημα. Είχε σκοπό να σε κάνει να καταλάβεις το ρόλο σου που είναι ένας: ήρθες να δημιουργήσεις τον νέο κόσμο. Είσαι ένας εκλεκτός. Μπορείς να κινήσεις ουρανό και γη και θα βασιλεύσεις και όλοι όσοι σε απέρριψαν θα κλαίνε που δεν βρίσκονται στο πλάι σου. Κέρδισες το λόττο, μόνο που αισθάνεσαι ότι δεν ήταν τύχη, ήταν κόπος.
Χμ. Ταυτόχρονα με τις μαγικές αυτές καταστάσεις, που μπορώ να τις συγκρίνω μόνο με ναρκωτικό, την πρώτη στιγμή που η ουσία εισέρχεται στον οργανισμό σου και ο κόσμος όχι απλά χαμογελάει αλλά υποκλίνεται μπροστά σου, έρχονται κι άλλες. Αν είσαι σαν εμένα, δηλαδή έχεις μεικτά επεισόδια, είσαι ικανός να κλαις για έξι ώρες και για τις επόμενες έξι να κάνεις παθιασμένο σεξ – εννοείται με τον μεγαλύτερό σου έρωτα, γιατί εκείνες τις στιγμές ο πιο μέτριος σύντροφος είναι για σένα η εκπλήρωση κάθε πόθου. Δεν θα βγεις από δω. Θέλετε να το κάνουμε πιο προσωπικό; Αν βοηθάει, στο πρώτο μου επεισόδιο, αφού η αστυνομία με είχε σταματήσει νομίζοντας ότι θα γλιστρήσω στις ράγες του μετρό στην Δουκίσσης Πλακεντίας, αφού περιπλανήθηκα στα σοκάκια των Ιλισίων θεωρώντας ότι θα συναντήσω τη γιαγιά μου που είχε πεθάνει 15 χρόνια νωρίτερα και παρευρέθηκα στο γάμο της αδελφής μου που – πίστεψα- διαδραματιζόταν στην ίδια εκκλησία και την ίδια στιγμή με την κηδεία του πατέρα μου, αφού τα έκανα όλα αυτά, πήρα το τραμ και κατέβηκα στον Φλοίσβο, περπάτησα στην προβλήτα και βούτηξα στο νερό, αφού απαλλάχτηκα από όλα μου τα ρούχα. Στόχος μου να φτάσω μέχρι την Κωνσταντινούπολη (μην το ψάχνεις, με βάφτισαν Βαλασία δηλαδή -εννοείται- Βάλια της Ασίας αρά θεωρητικά έπρεπε να διασχίσω το Αιγαίο για να εκπληρώσω την αποστολή μου) αλλά μετά από αρκετά βασανιστικά λεπτά, για τα τριγύρω κότερα που προσπάθησαν να αποφύγουν την παλαβή που κολυμπάει σε κάτι που δε θυμίζει παραλία για λουόμενους, το λιμενικό με σταματάει και με ρωτάει, ειλικρινά, “σας έριξε κάποιος στο νερό;”. Η ευγενέστατη κοπέλα που μου φέρνει μια πετσέτα μου θυμίζει μια παλιά μου φίλη οπότε τη συμπαθούμε. Τέσσερις μέρες χωρίς ύπνο και σχεδόν χωρίς καθόλου φαΐ. Τα πράγματα μου βρίσκονται διασκορπισμένα στην Αθήνα και δε θέλω να τηλεφωνήσω σε κανέναν, γιατί έχω ένα δικό μου σύστημα επικοινωνίας με τον αγαπημένο μου – που εύλογα με έχει στείλει στη μάνα μου γιατί πόση παράνοια να αντέξει κάποιος που γνώρισες δεκαπέντε μέρες νωρίτερα – και θα καταλάβει ότι τον ψάχνω. Μετά από υπέρμαχες προσπάθειες γιατρών, οικογένειας, φίλων και αγνώστων που στολίζω με λογής -λογής κοσμητικά επίθετα, κάποιος μου χώνει μια σύριγγα στην φλέβα του δεξιού μου χεριού. Κοιμάμαι.
Πάμε λοιπόν πάλι στην αρχή. Ξυπνάω λοιπόν και είναι πρωί και δεν ξέρω ποια μέρα είναι γιατί ο χρόνος έχει σταματήσει (πιθανώς θα υπάρξει κάποιο νέο ημερολόγιο π.Β. και μ.Β., όπως για το Χριστό). Είναι πολύ πιο ενδιαφέρον για τον αναγνώστη να διαβάζει για τις φάσεις της μανίας, και να με ξεπετάξει σαν μια άλλη τρελή με οικογενειακά προβλήματα. Ξέρει όμως ότι ένας στους 13 ανθρώπους θα περάσει ένα ψυχωτικό επεισόδιο κατά τη διάρκεια της ζωής του; Ή ότι το ποσοστό των μανιοκαταθλιπτικών που αυτοκτονεί κυμαίνεται στα 15%;
Η επόμενη φάση δεν έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αλλά έχει εξίσου ασφυκτικό πόνο. Όποιος σας πει ότι η εναλλακτική ιατρική μπορεί να θεραπεύσει αυτήν την ασθένεια, ξεκάθαρα δεν έχει περάσει ψυχωσικό επεισόδιο. Φάρμακα και πάλι φάρμακα. Όχι μόνο το διάσημο zyprexa, κοινό αντιψυχωσικό, αλλά και κάποιας μορφής σταθεροποιητή διάθεσης, όπως το λίθιο, το depakine (προς αποφυγήν πλέον), το Tegretol ή το Lamotrigine. Αν προσπαθήσεις να γιατρέψεις ένα οξύ επεισόδιο χωρίς σταθεροποιητή, περίμενε να ταλαιπωρηθείς για πολύ καιρό. Το προσπάθησα. Απέτυχα.
Και πάνω που ο ύπνος έχει αρχίσει να επιστρέφει και τα μάγουλά σου γίνονται πιο ροδαλά, και έχεις κάνει το γύρω της συγνώμης στους κοντινούς σου – πόσους και πόσους απέρριψες γιατί δεν σε κατάλαβαν; Πάνω που δεν μοιάζεις με σκιάχτρο, και η προοπτική να δουλέψεις (αν δε σε έχουν απολύσει ήδη, τσεκ) δεν σου προκαλεί τρόμο, εκείνη τη στιγμή τρυπώνει το μικρόβιο της επόμενης φάσης. Δεν το περιμένεις. Έχεις προετοιμαστεί. Δεν έχεις πλέον άγρυπνες νύχτες, και επιτέλους κοιμάσαι με κάποιον που σ’αγαπάει κανονικά, σε έχει φροντίσει και σε έχει δεχτεί, έχεις κάνει ειρήνη με την οικογένειά σου – ιδανικά έχεις πάρει και την απόσταση σου. Αλλά τότε είναι που η αρρώστια επιστρέφει. Αισθάνεσαι το διαβολικό γέλιο της μανιοκατάθλιψης σε κάθε σπιθαμή του κορμιού σου, αυτού το κορμιού που είχες ξαναμάθει να αγαπάς και τώρα πάλι θα μισήσεις, γιατί θα περιφέρει ένα άδειο κέλυφος. «Τι έγινε;», αναρωτιέσαι. «Πού ξεφύτρωσες πάλι;»
Όσα φάρμακα και να παίρνεις, όση φροντίδα κι αν έχεις από τους γύρω σου, δεν την γλιτώνεις. Καλημέρα θλίψη, σαν άλλη Φρανσουάζ Σαγκάν, θα πεις. Καλημέρα κόμπε στο στομάχι, όλα καλά; Το καταπονημένο σου πρόσωπο στον καθρέφτη σου φέρνει κι άλλα δάκρυα, γιατί δεν έφτασαν τα χτεσινά. Κοιτάζεις το ψυγείο και δεν καταλαβαίνεις τη λειτουργία του, αφού έτσι κι αλλιώς το σώμα σου δε ζητάει φαγητό, στην πραγματικότητα δεν ζητάει τίποτα, θέλει μόνο να σπαράξει για ό,τι χάθηκε. Ό,τι απομεινάρι ειρήνης εξαφανίστηκε μεταξύ της ηρεμίας και της μανίας σου. Η πιο απλή δουλειά φαίνεται βουνό. Κάθε σκέψη τρίτων μοιάζει άλλο ένα σημάδι ότι δεν μπορείς να κάνεις καμία πρωτότυπη παρατήρηση. Δεν έχεις τίποτα να πεις, δεν έχεις γνώμη, δεν έχεις φωνή. Αλλά ακούς μια φωνή, ακατάπαυστα, που σου λέει ότι είσαι ένα τίποτα.
«Κοιτάζεις το ψυγείο και δεν καταλαβαίνεις τη λειτουργία του, αφού έτσι κι αλλιώς το σώμα σου δε ζητάει φαγητό, στην πραγματικότητα δεν ζητάει τίποτα, θέλει μόνο να σπαράξει για ό,τι χάθηκε»
Το χειρότερο όμως είναι άλλο: είναι ότι θυμάσαι το πριν, την διαρκή ευεξία, την ικανότητά σου να λες αστεία, να μιλάς για πράγματα και να σε βρίσκουν ενδιαφέροντα οι τριγύρω σου, να κάνεις απολαυστικά έρωτα, να ζεις τη στιγμή. Σήμερα, μόνο ο ύπνος μπορεί να σε λυτρώσει και είναι τόσο μα τόσο προσωρινό.
«Μπορείτε να μου περιγράψετε τι συνέβη αυτό το καλοκαίρι; Θυμάστε τίποτα;», ρώτησε ο πρώτος μου ψυχοθεραπευτής, στον οποίο πήγα ανόρεκτα όταν η κατάθλιψη είχε πάρει τα ηνία της κατάστασής μου. Δεν ήθελα. Δεν ήμουν αυτή που έκανε αυτά που έκανα. Πήρε χρόνια να μπορέσω να ξεπεράσω τη ντροπή και τις απώλειες που έζησα στο πρώτο μου επεισόδιο.
Θα έλεγε κανείς ότι αυτές οι απώλειες θα μ’ έκαναν να αποφύγω το δεύτερο. Αλλά δεν πάει έτσι, δυστυχώς. Ίσως όχι δυστυχώς. Κάτι μαθαίνουμε, σωστά; Κάθε φορά κάτι νέο εισέρχεται στην προσωπική μας εμπειρία. Δέκα χρόνια μετά, όμως, διάολε, και τι δε θα ‘δινα για μια μέρα αυτής της υπέρτατης ευφορίας. Πόσες και πόσες φορές, μετά από τρία επεισόδια, εκ των οποίων το τρίτο και πιο δυνατό, σκέφτομαι τις μέρες της υπομανίας, πριν εισχωρήσω στην τρέλα του επεισοδίου, που ξυπνούσα στις 7 το πρωί, και πριν κατασκευαστεί η πρώτη σκέψη, ένα χαμόγελο απλωνόταν ασυναίσθητα στο πρόσωπό μου. Είναι πρωί, έλεγα, μια ακόμη συναρπαστική μέρα θα ξεκινήσει.
Σήμερα, τρία χρόνια μετά και πολλές πάλες αργότερα, πρέπει, κάθε πρωί να κάνω μια επισκόπηση της ζωής μου μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα. Ζεις, είσαι υγιής, έχεις δουλειά, έχεις ένα σύντροφο που σ’ αγαπάει, έχεις φίλους, έχεις οικογένεια. Όλα καλά. Άλλη μια μέτρια μέρα ξεκινάει. Χαμογέλα!
Ζεις, είσαι υγιής, έχεις δουλειά, έχεις ένα σύντροφο που σ’ αγαπάει, έχεις φίλους, έχεις οικογένεια. Όλα καλά. Άλλη μια μέτρια μέρα ξεκινάει. Χαμογέλα!
Γαμώτο, και τι δε θα ‘δινα για να μην κάνω μελό αυτό το κείμενο. Δεν μισώ τη ζωή μου, δεν την λατρεύω: δηλαδή είμαι κανονική. Προσπάθησα τόσο πολύ να μην είμαι και προσπάθησα εξίσου να είμαι. Για να μπορώ να σηκώνομαι από το κρεβάτι και να πηγαίνω στη δουλειά μου, να μαγειρεύω, να βλέπω φίλους, να βλέπω ταινίες, να διαβάζω ακατάπαυστα βιβλία, να κάνω έρωτα. Προσπάθησα. Και δεν απέτυχα. Αλλά γιατί να θέλεις να είσαι κανονικός; Εκείνος ο πρώτος ψυχοθεραπευτής, που έβαλε για πρώτη φορά τις σκέψεις μου σε μια σειρά, είχε πει κάποτε ότι ίσως σε μια άλλη κοινωνία να μαζεύονταν γύρω μου και να ήμουν η γκουρού της φυλής. Αλλά σ’αυτήν την κοινωνία δεν επιτρέπεται να κυκλοφορείς γυμνός στο μετρό. Δεν συνηθίζεται να πιάνεις κουβέντα με τα σκυλιά που σέρνονται κατάκοπα στο λιοπύρι της πόλης τον Αύγουστο. Δεν μπορείς να ζεις κάθε μέρα σαν να είναι η πρώτη και η τελευταία σου. Ούτε και μπορείς να ζητάς τη βοήθεια κάποιου που γνώρισες προχτές στις 3 η ώρα τη νύχτα γιατί τα οράματα και οι φωνές δεν σου επιτρέπουν να κοιμηθείς. Σ’αυτήν την κοινωνία, αν θέλεις να είσαι μέρος της, πρέπει να γίνεις άλλος ένας νορμάλ άνθρωπος.
Και δεν είναι κακό αυτό. Δεν είναι ιδανικό, αλλά είναι πιο ελεγχόμενο. Δεν φοβάσαι και τη σκιά σου ούτε ξυπνάς σαν να σε έδειραν – και μπορεί και να το έκαναν, σάμπως θυμάσαι πια; Αυτό που μισείς είναι κι αυτό που αποζητάς. Ένα σπίτι, μια οικογένεια, ένα παιδί, ξέρωγω, ό,τι θέλει ο μέσος άνθρωπος. Δεν συνδυάζονται. Και μου πήρε πολλά χρόνια για να αποδεχτώ ότι το πρωί δε θα ξυπνάω με μια ακατανίκητη επιθυμία να κατακτήσω τον κόσμο που φτιάχτηκε ειδικά για μένα, αλλά θα πρέπει να απαριθμώ τις ευλογίες μου. Και θα σηκώνομαι για να πάρω το μετρό και να αντιμετωπίσω κάθε είδους παλαβό στη δουλειά μου – που μπορεί να μη μοιάζουν με μένα, αλλά είναι εξίσου τρομακτικοί. Και πέρασα τόσα χρόνια να γοητεύομαι από τη μανία μου και να ντρέπομαι εξίσου. Κάποτε πρέπει να αντιλαμβάνεται ο καθένας μας ότι το πάθος πάει χέρι-χέρι με την τρέλα. Και αν θέλουμε να ζήσουμε, πρέπει να μετριάσουμε τόσο το ένα όσο και το άλλο. Και το «ξυπνάω, που βρίσκομαι;» να συνοδεύεται, από το «στο κρεβάτι μου. Τίποτα δεν άλλαξε από χτες. Ευτυχώς».
Πολύ όμορφο κείμενο, περιέχει πολλές αλήθειες για τη διπολική διαταραχή και σε αρκετά σημεία βρήκα τον εαυτό μου σε άλλα πάλι όχι και αυτό θα ήθελα να τονίσω λοιπόν.. πως διπολική διαταραχή δε σημαίνει παράνοια και πως δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι με διπολική διαταραχή πολλαπλές προσωπικότητες ή ασταθείς σχέσεις με τους άλλους. Υπάρχουν διαφορετικοί τύποι διπολικής διαταραχής και στάδια αλλά πάνω απ’όλα αυτό που καταλαβαίνω στη ζωή μου και ως ασθενής είναι ότι πάντα παίζει ρόλο και η προσωπικότητα του καθ’ενός όσο και οι εμπειρίες που ζει.
Παρ’όλο που ζω με τη διπολική από την παιδική μου ηλικία ανέκαθεν αναζητώ και επιδιώκω τη σταθερότητα στη ζωή μου και στις επαφές μου με τους άλλους, θέλω και παίρνω καθημερινά το φαρμακό μου και κάνω την ψυχοθεραπεία μου γιατί ξέρω οτι θέλει έλεγχο και σκληρή δουλειά,
αντιθέτως έχω ζήσει ακαταννόητες και μπερδεμένες συμπεριφορές που μπορει κάποιος να αποκαλέσει παρανοϊκές ουκ ολίγες φορές από άτομα που δεν έχουν διαγνωσθεί με καμία ψυχική νόσο.. Οπότε καλό θα ήταν κατά τη γνώμη μου να τονίζεται πάντα όσο αναφορά τις ψυχικές νόσους ότι στον κάθε άνθρωπο είναι διαφορετικό το πώς το περνάει και εξαρτάται κατά πολύ και από την προσωπικότητά του.
Φιλικά μια συνοδοιπόρος 🙂 ελπίζω να είστε πολύ καλύτερα και πολύ πιο σταθερά πλέον.. 🙂
Συμφωνώ μαζί σου,εχω κ γω διπολική,περασαν ασχημες φασεις στη ζωη μου μεχρι τωρα,εύχομαι να μην ξανάρθουν..είναι καλό να εχεις κ εναν πνευματικό ,να είσαι κοντά στην εκκλησία,,εμένα με βοηθάει πολύ,,δεν πάω βέβαια κάθε Κυριακή,,αλλά συζητάω με τον πνευματικό μου κ παίρνω δύναμη!εύχομαι σε ολους διπολικους η όχι να πιστευουν κάπου ,να σκέφτονται αισιόδοξα να αγαπησουν την μουσικη για να γινει η ζωη τους μια ευχαριστη μελωδια πανω σε πεντάγραμμο ευτυχίας!